λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… … Dictionary of Greek
μακροπαράληκτος — η, ο (Α μακροπαράληκτος, ον) (για λέξη) αυτός που έχει μακρά παραλήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + παραληκτός (< παραλήγω), πρβλ. μακροκατάληκτος, ομοιοκατάληκτος] … Dictionary of Greek
παράληξις — ἡ, ΜΑ [παραλήγω] μσν. η προπαραλήγουσα αρχ. η παραλήγουσα … Dictionary of Greek
προπαραλήγουσα — η, ΝΜΑ γραμμ. η τρίτη συλλαβή μιας λέξης από το τέλος της προς την αρχή της, η οποία αποτελεί και την οριακή συλλαβή για τον τονισμό τών λέξεων τής Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τής μτχ. ενεστ. τού προπαραλήγω (< προ * + παραλήγω)] … Dictionary of Greek
προπαραλήγω — ΜΑ [παραλήγω] 1. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. προπαραλήγουσα 2. (μέσ. με δοτ.) προπαραλήγεσθαι δηλώνει τον σχηματισμό τής παραλήγουσας με ένα γράμμα («προπαραλήγεσθαι τῴ ο» η προπαραλήγουσα σχηματίζεται με το ο, Μέγα Ετυμολογικόν) … Dictionary of Greek
σπονδειοπαράληκτος — ον, ΜΑ στίχος με σπονδείο στον προτελευταίο πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδεῖος + παραλήγω] … Dictionary of Greek